Από τα μέσα Δεκεμβρίου του περασμένου έτους εξεδόθη η υπ’ αριθμ. ΔΕΑΦ Α 1174594 ΕΞ/17-12-2019 οδηγία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), με την οποία δίνονταν οδηγίες προς τις τοπικές Δ.Ο.Υ. να προχωρήσουν σε έκδοση πράξεων φόρου εισοδήματος (πράξεων διοικητικού προσδιορισμού φόρου ή εκκαθαριστικά, όπως είναι γνωστές από το παρελθόν) για εισοδήματα μισθωτών και, κυρίως, συνταξιούχων, τα οποία οι τελευταίοι είχαν εισπράξει το 2013 και για οποία δεν είχαν υποβληθεί σχετικές φορολογικές δηλώσεις.
Πράγματι, τα σχετικά εκκαθαριστικά (πράξεις διοικητικού προσδιορισμού φόρου) εκδόθηκαν μέχρι τις 30-12-2019, αναρτήθηκαν στο λογαριασμό του κάθε φορολογούμενου στο taxis και πλέον αρχίζουν να αποστέλλονται με συστημένες επιστολές στις διευθύνσεις των φορολογούμενων.
Πλην όμως στασιάζεται η νομιμότητα των εκδοθεισών πράξεων, καθώς οι Φορολογικές Αρχές με τις εκδοθείσες πράξεις φόρων τροποποίησαν τα φορολογητέα εισοδήματα του οικονομικού έτους 2014 (χρήση 2013), χωρίς να μεσολαβήσει φορολογικός έλεγχος, υποστηρίζουν δε, στην οικεία οδηγία, αβάσιμα, ότι νόμιμο έρεισμα της έκδοσης των εν λόγω πράξεων είναι η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 32 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4174/2013), σύμφωνα με την οποία, η πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου (το παλιό εκκαθαριστικό) εκδίδεται όχι μόνο με βάση στοιχεία που έχουν τυχόν παρασχεθεί από τον φορολογούμενο αλλά και επί τη βάσει κάθε άλλου στοιχείου που έχει στη διάθεση της η Φορολογική Διοίκηση.
Μολαταύτα η Φορολογική Διοίκηση σφάλλει καθώς η επικαλούμενη διάταξη αφορά την περίπτωση εκείνη κατά την οποία ο φορολογούμενος προσέρχεται και υποβάλλει (είτε ηλεκτρονικά είτε αυτοπροσώπως) την οικεία δήλωση φόρου εισοδήματος, και πέραν των στοιχείων που ο ίδιος παραθέτει, η Φορολογική Διοίκηση (προ της έκδοσης του εκκαθαριστικού) ανευρίσκει και άλλα στοιχεία για τα εισοδήματα του φορολογούμενου.
Επομένως, σε καμία περίπτωση η ως άνω διάταξη δεν καταλαμβάνει την περίπτωση που αυτεπαγγέλτως η Φορολογική Αρχή εκδίδει πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου (το παλιό εκκαθαριστικό), χωρίς να έχει μεσολαβήσει υποβολή φορολογικής δηλώσεως εκ μέρους του φορολογούμενου.
Έτσι, χιλιάδες φορολογούμενοι έχουν οδηγηθεί στο καθεστώς που για το οικονομικό έτος 2014 έχουν υποβάλλει μία δήλωση φόρου εισοδήματος (αρχική) και έχουν λάβει δύο εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος, και μάλιστα το δεύτερο, χωρίς να είναι αποτέλεσμα είτε δηλώσεως φόρου είτε φορολογικού ελέγχου.
Προς άρση δε πάσης παρερμηνείας πρέπει να σημειώσουμε, ότι εάν η Φορολογική Αρχή ήθελε να ακολουθήσει την νόμιμη διαδικασία, δηλαδή εάν διαπίστωνε ότι διατηρεί εις χείρας της στοιχεία, που ενδεικνύουν ότι τα δηλωθέντα εισοδήματα του φορολογούμενου αφίσταται των πραγματικών, όφειλε να εκδώσει εντολή ελέγχου και να αποστείλει στον φορολογούμενο σχετικό Αίτημα Παροχής Πληροφοριών (άρθρο 14 ΚΦΔ) ή έστω Σημείωμα Διαπιστώσεων Ελέγχου (άρθρο 28 ΚΦΔ), ώστε να τηρηθούν οι εκ του νόμου διαδικαστικές προϋποθέσεις επιβολής φόρου σε βάρος του διοικούμενου.
Περαιτέρω δε, καθίσταται πασίδηλο ότι συντρέχει ευθεία παράβαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακροάσεως του διοικούμενου εν όψει της σε βάρους του έκδοσης δυσμενούς διοικητικής πράξης.
Εκ των ως άνω δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η Φορολογική Διοίκηση οδηγήθηκε στον καταλογισμό φορολογικών βαρών με την έκδοση μη νομίμων πράξεων και χωρίς την τήρηση της προηγούμενης ακροάσεως.
Μόνη προστασία των φορολογουμένων η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής εντός αποκλειστικής προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση των επίμαχων πράξεων ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) με σκοπό την ακύρωση των εν λόγω παράνομων πράξεων.