ΤΟΚΟΙ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

  • By:Νικόλαος Πέττας

Ένα από τα πιο κοινότοπα ζητήματα της καθημερινότητας είναι αυτό των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές με το δημόσιο, και μάλιστα,

είναι πρόβλημα που έχει και ευρωπαϊκή χροιά δεδομένου ότι συναρτάται με την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η πρόνοια της Ένωσης για το συγκεκριμένο ζήτημα, εμφανίστηκε στην έννομη τάξη με δύο, μέχρι τώρα, οδηγίες την 2000/35/ΕΕ και την 2011/7/ΕΕ οι οποίες, παρά τις εσωτερικές αντιστάσεις, υιοθετήθηκαν από τον εσωτερικό νομοθέτη, η πρώτη με το ΠΔ 166/2003 και η δεύτερη με τον Ν. 4152/2013.

Σκοπός των οδηγιών είναι να αποτρέψουν την καθυστέρηση των πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές τόσο μεταξύ επιχειρήσεων (B2B συναλλαγές) όσο και μεταξύ ιδιωτών και δημοσίων αρχών, προς τον σκοπό του περιορισμού των οικονομικών απωλειών ιδίως στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Πρέπει δε, να υπογραμμιστεί ότι οι καθυστερήσεις πληρωμών, κατά τη γνώμη της Κομισιόν, έχουν ιδιαίτερες αρνητικές συνέπειες για τις επιχειρήσεις, καθώς πλήττουν τη ρευστότητα και τις ταμειακές ροές τους, περιπλέκουν την οικονομική διαχείρισή  και θέτουν εμπόδια στη μεγέθυνσή τους.

Εν προκειμένω, στο παρόν θα ασχοληθούμε με τις ρυθμίσεις εκείνες που αφορούν τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών και δημοσίων αρχών.

Ι. Το προισχύσαν καθεστώς

Η χώρα μας, αν και απρόθυμη, ειδικά στις συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών και δημοσίων αρχών, προκειμένου να προσαρμοστεί στην εκ της οδηγίας απορρέουσα υποχρέωση, αρχικώς, εξέδωσε το ΠΔ 166/2003,το οποίο ίσχυσε μέχρι και τις 16 Μαρτίου 2013, και συνεχίζει να εφαρμόζεται για τις έως και τότε συναφθείσες συμβάσεις, οι διατάξεις του οποίου, σε γενικές γραμμές, προβλέπουν ότι:

  • Όταν υπάρχει εμπορική συναλλαγή (παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών)
  • Μεταξύ ιδιώτη και κάθε δημόσιας αρχής
  • Έχει εκπληρώσει ο ιδιώτης τις συμβατικές του υποχρεώσεις
  • Και εφόσον υπάρχει καθυστέρηση πληρωμών, ήτοι μη τήρηση της συμβατικής ή νόμιμης προθεσμίας πληρωμής (60ημερη προθεσμία από την παραλαβή του τιμολογίου ή παράδοση των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών, αναλόγως της περιπτώσεως)

Τότε η δημόσια αρχή οφείλει τόκους υπερημερίας καθώς και, εφόσον της ζητηθεί, εύλογη αποζημίωση για τα έξοδα εισπράξεως. Το ποσοστό δε, των τόκων υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσαυξημένο κατά επτά (7) εκατοστιαίες μονάδες, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση. Εάν η σύμβαση διαλαμβάνει άλλου είδους ρυθμίσεις, είτε ως προς το διάστημα υπερημερίας είτε ως προς το ποσοστό τόκων υπερημερίας, τότε πάντοτε αυτές πρέπει να ερμηνεύονται υπό την αρχή της καταχρηστικότητας.

Θα πρέπει δε, να σημειωθεί, προς άρση αμφιβολιών, ότι σύμφωνα και με την προσφάτως εκδοθείσα νομολογία (ΜΠΡ ΑΘ 8314/2017, 3η σκέψη), οι δημόσιες αρχές που συναλλάσσονται με εμπορικές επιχειρήσεις δεν καθίστανται υπερήμερες από την επίδοση αγωγής, όπως ορίζει ο Κώδικας περί Δικών του Δημοσίου αλλά από την παρέλευση του 60ημέρου, δεδομένου ότι κατισχύουν οι διατάξεις του ΠΔ 166/2003.

ΙΙ. Το ισχύον καθεστώς

Από τις 17.03.2013 εφαρμογής τυγχάνουν οι διατάξεις της υποπαραγράφου Ζ.14 της παρ. Ζ του Ν. 4152/2013, οι οποίες ετέθησαν κατά προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία 2011/7/ΕΕ, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές. Σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις του προειρημένου νόμου και εις ότι αφορά τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών και δημοσίων αρχών, και στην περίπτωση που οι τελευταίες καθίστανται υπερήμερες, ο ιδιώτης (δανειστής) δικαιούται νόμιμο τόκο υπερημερίας, άνευ υποχρέωσης όχλησης και εφόσον έχει εκπληρώσει ο ίδιος τις συμβατικές του υποχρεώσεις.

Σε αντίθεση όμως με το προισχύσαν καθεστώς, ο νόμιμος τόκος υπερημερίας είναι ίσος προς το σύνολο του επιτοκίου αναφοράς (Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) προσαυξημένο κατά οκτώ (και όχι επτά) εκατοστιαίες μονάδες. Ενώ το χρονικό όριο προθεσμίας πληρωμής για τις δημόσιες αρχές γίνεται πλέον 30ημερο, διατηρούμενη η προθεσμία των 60 ημερών μόνο όταν,

  • Η δημόσια αρχή που ασκεί οικονομική δραστηριότητα βιομηχανικής ή εμπορικής φύσης ως δημόσια επιχείρηση (πχ. ΕΥΔΑΠ)
  • Τα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1Β του ν. 2362/1995 παρέχουν υγειονομική μέριμνα (πχ νοσοκομεία) και είναι κατάλληλα αναγνωρισμένα για το σκοπό αυτόν και
  • Όταν αντισυμβαλλόμενος είναι ο ΕΟΠΥΥ

Τονίζεται δε, κατά το ρητό γράμμα του νόμου, ότι σε κάθε περίπτωση, η προθεσμία πληρωμής που ορίζεται στη σύμβαση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τα χρονικά όρια των 30 ημερών (ή 60 ημερών για τις ως άνω περιπτώσεις) που προαναφέρθηκε, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης, και υπό την προϋπόθεση ότι τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά από την ιδιαίτερη φύση ή τα χαρακτηριστικά της σύμβασης.

Ιδιαίτερη ρύθμιση περιλαμβάνει ο νομοθέτης του Ν. 4152/2013 και εις ότι αφορά τα έξοδα, αφού προέβλεψε, ότι ο ιδιώτης (δανειστής) δικαιούται να λάβει από την υπερήμερη δημόσια αρχή ως αποζημίωση το κατ` αποκοπήν ποσό των σαράντα (40) ευρώ, εφόσον καθίσταται απαιτητός τόκος υπερημερίας, το οποίο πρέπει να καταβάλλεται από τον οφειλέτη άνευ οχλήσεως (ρύθμιση που δε υπήρχε στο παρελθόν). Ενώ ακόμη, δικαιούται να ζητήσει εύλογη αποζημίωση (όπως και στο προισχύσαν καθεστώς) για οποιαδήποτε σχετικά υπολειπόμενα έξοδα είσπραξης. Ως έξοδα είσπραξης λογίζονται μεταξύ άλλων και η δαπάνη για την αμοιβή πληρεξουσίου δικηγόρου.

Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί, ότι οποιαδήποτε άλλη ρύθμιση στις συμβατικές σχέσεις μεταξυ ιδιωτών και δημοσίων αρχών, η οποία αντίκειται είτε στις διατάξεις του ΠΔ 166/2003 είτε του Ν 4152/2013, κρίνεται πάντοτε υπό την οπτική της καταχρηστικότητας, όπως ρητώς ορίζουν τα συγκεκριμένα νομοθετήματα

Η συγκριτική θέαση μεταξύ των ως άνω δύο, ακροθιγώς σχολιασθέντων, νομοθετημάτων άγει στο γενικό συμπέρασμα, ότι αμφότερα αποτελούν ενσωμάτωση ευρωπαϊκών οδηγιών και όχι αυτοφυή εσωτερικά νομοθετήματα. Ως προς τις μεταξύ τους δε διαφορές, εκείνο προκύπτει ότι μετά και την εφαρμογή της πρώτης οδηγίας η δεύτερη πιο λεπτομερώς και επιτακτικώς να “επιβάρυνε” την καθυστέρηση στις συναλλαγές, αυξάνοντας προσθέτοντας μία εκατοστιαία μονάδα (από επτά σε οκτώ), θέσπισε το κατ αποκοπήν ποσό αποζημίωσης και περιόρισε την προθεσμία των 60 ημερών, προκειμένου οι δημόσιες αρχές να καταστούν υπερήμερες, σε ορισμένες μόνο δημόσιες αρχές (πχ ΕΟΠΠΥ) και όχι σε όλες, όπως ίσχυε κατά το παρελθόν.

Posted in: Επικαιρότητα