Έχουν ήδη έχουν ξεκινήσει να αποστέλλονται με συστημένες επιστολές και να αναρτώνται στο taxis εκκαθαριστικά (πράξεις διοικητικού προσδιορισμού φόρου) που αφορούν εισοδήματα, που αναδρομικά εισπράχθηκαν από μισθωτούς και συνταξιούχους το 2014.
Η νομιμότητα των εν λόγω πράξεων στασιάζεται, καθώς οι Φορολογικές Αρχές με τις εκδοθείσες πράξεις φόρων τροποποίησαν αυτεπάγγελτα τα φορολογητέα εισοδήματα του φορολογικού έτους 2014, χωρίς να έχει μεσολαβήσει φορολογικός έλεγχος.
Υποστηρίζουν δε, στις σχετικές οδηγίες τους, αβάσιμα και μη νομίμα κατά τη γνώμη μας, ότι νόμιμο έρεισμα της έκδοσης των εν λόγω πράξεων είναι η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 32 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4174/2013), σύμφωνα με την οποία, η πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου (το παλιό εκκαθαριστικό) εκδίδεται όχι μόνο με βάση στοιχεία, που έχουν τυχόν παρασχεθεί από τον φορολογούμενο, αλλά και επί τη βάσει κάθε άλλου στοιχείου που έχει στη διάθεση της η Φορολογική Διοίκηση.
Πλην όμως, η Φορολογική Διοίκηση σφάλλει, καθώς η επικαλούμενη διάταξη αφορά την περίπτωση εκείνη κατά την οποία ο φορολογούμενος προσέρχεται και υποβάλλει (είτε ηλεκτρονικά είτε αυτοπροσώπως) την οικεία δήλωση φόρου εισοδήματος, και πέραν των στοιχείων που ο ίδιος παραθέτει, η Φορολογική Διοίκηση (προ της έκδοσης του εκκαθαριστικού) ανευρίσκει και άλλα στοιχεία για τα εισοδήματα του φορολογούμενου.
Επομένως, σε καμία περίπτωση η ως άνω διάταξη δεν καταλαμβάνει την περίπτωση που αυτεπαγγέλτως η Φορολογική Αρχή εκδίδει πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου (το παλιό εκκαθαριστικό), χωρίς να έχει μεσολαβήσει υποβολή φορολογικής δηλώσεως εκ μέρους του φορολογούμενου.
Έτσι, χιλιάδες φορολογούμενοι μισθωτοί και συνταξιούχοι έχουν οδηγηθεί στο καθεστώς, που για το φορολογικός έτος 2014 έχουν υποβάλλει μία δήλωση φόρου εισοδήματος (αρχική) και έχουν λάβει δύο εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος, και μάλιστα το δεύτερο, χωρίς να είναι αποτέλεσμα είτε δηλώσεως φόρου είτε φορολογικού ελέγχου.
Προς άρση δε πάσης παρερμηνείας πρέπει να σημειώσουμε, ότι εάν η Φορολογική Αρχή ήθελε να ακολουθήσει την νόμιμη διαδικασία, δηλαδή εάν διαπίστωνε ότι διατηρεί εις χείρας της στοιχεία, που ενδεικνύουν ότι τα δηλωθέντα εισοδήματα του φορολογούμενου αφίσταται των πραγματικών, όφειλε να εκδώσει εντολή ελέγχου και να αποστείλει στον φορολογούμενο σχετικό Αίτημα Παροχής Πληροφοριών (άρθρο 14 ΚΦΔ) ή έστω Σημείωμα Διαπιστώσεων Ελέγχου (άρθρο 28 ΚΦΔ), ώστε να τηρηθούν οι εκ του νόμου διαδικαστικές προϋποθέσεις επιβολής φόρου σε βάρος του διοικούμενου.
Περαιτέρω δε, καθίσταται πασίδηλο, ότι συντρέχει ευθεία παράβαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακροάσεως του διοικούμενου εν όψει της σε βάρους του έκδοσης δυσμενούς διοικητικής πράξης, χωρίς να του έχει δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί και να εκφράσει τις αντιρρήσεις του.
Εκ των ως άνω δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η Φορολογική Διοίκηση οδηγήθηκε στον καταλογισμό φορολογικών βαρών με την έκδοση μη νομίμων πράξεων και χωρίς την τήρηση της προηγούμενης ακροάσεως.
Μόνη προστασία των φορολογουμένων η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής εντός αποκλειστικής προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση των επίμαχων πράξεων ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) με σκοπό την ακύρωση των εν λόγω παράνομων πράξεων.